- ἄϊκλον
ἄϊκλον, τό, das Abendbrot bei den Lacedämoniern, Ath. IV, 138 f. wo andere αἶκλον schreiben, nach Eust. auch αἶκνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄϊκλον, τό, das Abendbrot bei den Lacedämoniern, Ath. IV, 138 f. wo andere αἶκλον schreiben, nach Eust. auch αἶκνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίκλον — αἶκλον και ἄικλον, το (Α) το βραδινό φαγητό, το δείπνο στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., πιθ. συγγενές με τη λ. αἰκάζει, «καλεί» τού Ησυχίου αμφίβολη είναι επίσης η σύνδεση τής λ. με το ρ. αἰκάλλω, «κολακεύω»] … Dictionary of Greek
ἄικλον — the evening meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίκλου — ἄικλον the evening meal neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαΐκλεια — ἐπαΐκλεια και ἔπαικλα ή ἐπέκλεια ή ἐπάικλα, τα (Α) τα μετά το δείπνο, τα επιδείπνια ή επιδόρπια («ἐπαΐκλειά φασι καλεῑσθαι τὰ μετὰ τὸ δεῑπνον τραγήματα», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άικλον (ή αίκλον) «δείπνο»] … Dictionary of Greek
συναικλία — και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
τραγαλισμός — ὁ, Μ [τραγαλίζω] αἶκλον* … Dictionary of Greek