- περι-βοθρόω
περι-βοθρόω, rings umgraben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βοθρόω, rings umgraben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιβεβοθρωμένα — περί βοθρόω pitting perf part mp neut nom/voc/acc pl περιβεβοθρωμένᾱ , περί βοθρόω pitting perf part mp fem nom/voc/acc dual περιβεβοθρωμένᾱ , περί βοθρόω pitting perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβοθρεῦσαι — περί βοθρέω dig a trench pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) περί βοθρεύω dig a trench aor inf act περί βοθρόω pitting pres part act fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)