ἄ-ψῡχος

ἄ-ψῡχος

ἄ-ψῡχος (ψυχή), 1) leblos, νεκρός Eur. Troad. 619; βορά, Speise von einer leblosen Sache, Hipp. 959; ἄψυχον, dem ἔμψυχον entgeggstzt, Plat. Soph. 227 a u. öfter; den ζᾠα entgeggstzt Plut. Them. 11; γράμματα Num. 22. – 2) muthlos, feig, Aesch. Spt. 175, B. A. 17, was Poll. 3, 136 mißbilligt; von Schriftstellern, geistlos, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψῦχος — cold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύχος — το ους 1. έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα: Σήμερα έχει πολύ ψύχος. 2. χαμηλή θερμοκρασία. 3. φρ., «Kάνει ψύχος», ο καιρός είναι ψυχρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψύχος — το / ψῡχος, ΝΜΑ έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα αρχ. 1. δροσιά 2. μτφ. λύπη 3. φρ. «ἐν ψύχει» κατά τον χειμώνα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψύχω (II)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχός — (I) ο, Ν γιορτή στην μνήμη τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. πληθ. τῶν ψυχῶν, που εκλήφθηκε ως αιτ. τὸν ψυχόν]. (II) ὁ, Α βλ. ψυγός …   Dictionary of Greek

  • εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… …   Dictionary of Greek

  • θνητόψυχος — θνητόψυχος, ον (Μ) αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, έμ ψυχος, πάμ ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • ευρωστόψυχος — εὐρωστόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει δυνατή ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρωστος + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, επτά ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • εφτάψυχος — η, ο και επτάψυχος, η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στις ασθένειες και όλες τις κακουχίες, αυτός που δύσκολα υποκύπτει στον θάνατο, πολύ δυνατός (φρ. «οι γάτες είναι εφτάψυχες») 2. άγρυπνος («τα μεγάλα μάτια εφτάψυχα εντός μου», Παλαμ …   Dictionary of Greek

  • ζημιόψυχος — ζημιόψυχος, ον (Α) ο επιζήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • ημίψυχος — ἡμίψυχος, ον (Α) μισοξεψυχισμένος, ημιθανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, πονό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”