- ἄ-ψηφος
ἄ-ψηφος, 1) ohne Stein, δακτύλιος Artemid. 2, 5. – 2) der nicht abstimmen kann?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ψηφος, 1) ohne Stein, δακτύλιος Artemid. 2, 5. – 2) der nicht abstimmen kann?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψήφος, η — και ο 1. λιθάρι. 2. μολύβδινο σφαιρίδιο που ρίχνουν οι εκλογείς μέσα σε ειδική κάλπη και με το οποίο εκδηλώνουν τη γνώμη τους. 3. ψηφοδέλτιο. 4. η γνώμη που εκφράζεται με την ψήφο: Η κυβέρνηση εκείνη έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης. 5. το δικαίωμα να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψῆφος — a small round worn stone fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
ψᾶφον — ψῆφος a small round worn stone fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψᾶφος — ψῆφος a small round worn stone fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῆφοι — ψῆφος a small round worn stone fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῆφον — ψῆφος a small round worn stone fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόψηφος — θεόψηφος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με την έγκριση τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ψηφος (< ψήφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ ψηφος] … Dictionary of Greek
ισόψηφος — η, ο (ΑΜ ἰσόψηφος, ον) αυτός που παίρνει ίσο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλο αρχ. 1. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, αυτός που έχει ίση δύναμη 2. αυτός που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια επισημότητα με κάποιον άλλο 3. (για λέξεις ή στίχους)… … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
μονόψηφος — μονόψηφος, ον, δωρ. μονόψαφος (Α) 1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος 2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ… … Dictionary of Greek