- ἄ-ψαμμος
ἄ-ψαμμος, = vorigem, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ψαμμος, = vorigem, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψάμμος — sand fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek
ψάμμοι — ψάμμος sand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμοις — ψάμμος sand fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμοισι — ψάμμος sand fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμον — ψάμμος sand fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμου — ψάμμος sand fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμους — ψάμμος sand fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμων — ψάμμος sand fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάμμῳ — ψάμμος sand fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek