- ἄ-ψυκτος
ἄ-ψυκτος, nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ψυκτος, nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυκτός — ή, όν, Α [ψύχω (II)] αυτός που μπορεί να ψυχθεί … Dictionary of Greek
ημίψυκτος — η, ο (Α ἡμίψυκτος, ον) μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύ ψυκτος, σκιό ψυκτος] … Dictionary of Greek
ευπερίψυκτος — εὐπερίψυκτος, ον (Α) αυτός που ψύχεται, που γίνεται ψυχρός εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί ψυκτος «ο πολύ ψυχρός» (< περι ψύχω)] … Dictionary of Greek
σκιόψυκτος — ον, Μ αυτός που έχει στεγνώσει στη σκιά, που έχει ξεραθεί στη σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + ψυκτός (< ψύχω)] … Dictionary of Greek