- ἄ-χῡλος
ἄ-χῡλος, ohne Saft, ohne Geschmack, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-χῡλος, ohne Saft, ohne Geschmack, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
χυλός — ο 1. πολτός από αλεύρι ή άλλη ουσία, κουρκούτι, είδος φαγητού που γίνεται με το βράσιμο νερού και αλευριού: Στη γερμανική Κατοχή ο χυλός ήταν μια από τις πιο συνηθισμένες τροφές. 2. παροιμ., «Όποιος κάηκε στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», λέγεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυλός — χῡλός , χυλός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόχυλος — κακόχυλος, ον (Α) (για φρούτα, κρέας, φαγητά) αυτός που έχει κακό χυλό ή χυμό, άσχημη ουσία, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χυλος (< χυλός), πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος] … Dictionary of Greek
μελάγχυλος — μελάγχυλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος)] … Dictionary of Greek
γαλαξία — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, που ονομάστηκε έτσι από το γεύμα της ημέρας αυτής, τη γαλαξία (χυλός κριθαριού και γάλα). Τα τελούσαν προς τιμήν της Κυβέλης, μητέρας των θεών. * * * γαλαξία, η (Α) [Γαλάξια] χυλός με γάλα και κριθάρι που έτρωγαν στη… … Dictionary of Greek
ολόχυλος — ὁλόχυλος, ον (Μ) βρεγμένος τελείως από τη βροχή μουσκεμένος, κατάβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χυλός (πρβλ. πολύ χυλος)] … Dictionary of Greek
πολύχυλος — η, ο / πολύχυλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ χυλό, πολύ ζουμερός αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να λάβει μεγάλη έκταση, μεγάλη διάχυση, πολύχους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος)] … Dictionary of Greek
χυλάριον — τὸ, Α λίγος χυλός, λίγος χυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek
χυλόν — τὸ, Μ χυλός από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
сок — I I, род. п. а; также заболонь дерева , колымск. (Богораз), укр. сiк, род. п. соку, блр. сок, др. русск., ст. слав. сокъ χυλός (Супр.), болг. сок, сербохорв. со̑к, род. п. со̏ка, словен. sọ̑k, род. п. sо̣̑kа, sоkа̑, польск. sok, в. луж., н. луж … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера