- ἄ-χῑλος
ἄ-χῑλος, ohne Heu, ohne Futter, nach Hesych. auch grasreich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-χῑλος, ohne Heu, ohne Futter, nach Hesych. auch grasreich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιλός — green fodder for cattle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλός — και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α 1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.) 2. νομή, βοσκή 3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη,… … Dictionary of Greek
χιλοῖο — χιλός green fodder for cattle masc gen sg (epic) χῑλοῖο , χιλόω pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλοί — χιλός green fodder for cattle masc nom/voc pl χῑλοί , χιλόω pres subj mp 2nd sg χῑλοί , χιλόω pres ind mp 2nd sg χῑλοί , χιλόω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλοῦ — χιλός green fodder for cattle masc gen sg χῑλοῦ , χιλόω pres imperat mp 2nd sg χῑλοῦ , χιλόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλῷ — χιλός green fodder for cattle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλόν — χιλός green fodder for cattle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούχιλος — βούχιλος, ον (Α) 1. ο πλούσιος σε χορτάρι 2. αυτός που τρέφει βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + χιλος < χιλός «χορτάρι για ζώα»] … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
жир — род. п. жира, укр. жир, болг. жир жир, сало, жёлудь (Младенов 167), сербохорв. жи̑р, род. п. жи̑ра желуди , словен. žȋr желуди, пища , чеш. žir корм, откармливание , слвц. žir корм , польск. żyr, żеr пища, корм, фураж . Согласно Мi. ЕW (411) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Achilles [1] — ACHILLES, is, Gr. Ἀχιλλεὺς, έως, (⇒ Tab. X. et ⇒ XXIIII.) 1 §. Namen Er hieß anfangs Ligyron, Apollodor. lib. III. c. 12. §. 6 Conf. Tzetz. ad Lycophr. 177. bekam aber hernach von dem Chiron den. Namen Achilles, entweder von dem α pri. vativo und … Gründliches mythologisches Lexikon