- ἄ-χλοος
ἄ-χλοος, zsgz. ἄ-χλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-χλοος, zsgz. ἄ-χλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλόος — greenish yellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλόος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χλοῡς … Dictionary of Greek
χλόον — χλόος greenish yellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχλους — εὔχλους, ουν και εὔχλοος, οον (Α) 1. χλοερός, αυτός που έχει πλούσια βλάστηση 2. (επίθ. τής Δήμητρας) αυτή που παρέχει πλούσια, άφθονη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χλους (< χλοος < χλόη), πρβλ. ά χλοος, κακό χλοος] … Dictionary of Greek
μεσόχλοος — μεσόχλοος, ον (Α) χλοερός κατά το ήμισυ, μεσόχλωρος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
φοινικόχλοος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) κιτρινοπράσινος, ξανθόχλους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
υδατόχλοος — ον, Α αυτός που έχει το κυανό ή πράσινο χρώμα τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + χλοος (< χλόη), πρβλ. σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
υπόχλοος — ον, Α κιτρινωπός ή πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ἐπί χλοος] … Dictionary of Greek
Flora — FLORA, æ, Gr. Χλωρὶς, ίδος. 1 §. Namen. Der lateinische Namen. Flora kömmt von dem griechischen. χλωρὶς her, indem das X in ein F verwandelt ist; Ovid. Fast. V. 195. Hingegen aber stammet χλωρὶς von χλόος ab, welches die grüne Farbe der Kräuter… … Gründliches mythologisches Lexikon
εφαιρώ — ἐφαιρῶ, έω (Α) 1. εκτείνομαι, ξαπλώνω πάνω σε κάτι («ἐπὶ χλόος εἷλε παρειάς», Απόλλ. Ροδ.) 2. μέσ. ἐφαιροῡμαι, έομαι εκλέγω κάποιον για να διαδεχθεί κάποιον άλλο 3. παθ. εκλέγομαι ή διορίζομαι διάδοχος κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱρῶ] … Dictionary of Greek
ξανθόχλους — ξανθόχλους, ουν και οος, οον (Α) κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν τής ξερής χλόης («φοινικόχλοος ξανθόχλοος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χλοος / χλους (< χλόη)] … Dictionary of Greek