ἄ-χλαινος

ἄ-χλαινος

ἄ-χλαινος (χλαῖνα), ohne Ueberwurf, Callim. Dian. 115; Lycophr. 763; βίος 635.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρόχλαινος — θηρόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντό χλαινος, μελάγ χλαινος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντόχλαινος — λεοντόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρό χλαινος, μελάγ χλαινος] …   Dictionary of Greek

  • λινόχλαινος — λινόχλαινος, ον (Α) αυτός που έχει λινή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χλαινος (< χλαῖνα), πρβλ. θηρό χλαινος, λεοντό χλαινος] …   Dictionary of Greek

  • μελάγχλαινος — μελάγχλαινος, ον (Α) 1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι ονομασία σκυθικού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντό χλαινος, λινό χλαινος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόχλαινος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να φορεί χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χλαῖνα (πρβλ. θηρό χλαινος, λινό χλαινος)] …   Dictionary of Greek

  • αλίχλαινος — ἁλίχλαινος, ον (Α) ντυμένος με πορφύρα, με πορφυρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + χλαινος < χλαῖνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”