ὄχανον

ὄχανον

ὄχανον, τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern τελαμών (was zu vgl.); von πόρπαξ ist es nach Plut. (s. ὀχάνη) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όχανον — ὄχανον, τὸ (Α) λαβή ασπίδας, συνήθως σκύτινη ή μεταλλική, δεμένη σταυρωτά στις δύο άκρες τού εσωτερικού μέρους της, στην οποία ο ασπιδοφόρος περνούσε τον ώμο του και την κινούσε εύκολα και κατά βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού… …   Dictionary of Greek

  • ὄχανον — holder of a shield neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνοιο — ὄχανον holder of a shield neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνοις — ὄχανον holder of a shield neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνου — ὄχανον holder of a shield neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνων — ὄχανον holder of a shield neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνῳ — ὄχανον holder of a shield neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχανα — ὄχανον holder of a shield neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • οχάνη — ὀχάνη, ἡ (Α) όχανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι)* + κατάλ. άνη (πρβλ. χοάνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”