- ἄ-χροιος
ἄ-χροιος, = ἄχροος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-χροιος, = ἄχροος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόχροιος — ἑτερόχροιος, ον (Α) ετερόχρους, αλλόχρωμος, ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χροιος (< χροιά), πρβλ. εύ χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
ιδιόχροιος — ἰδιόχροιος, ον (Α) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ετερό χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
κρυσταλλόχροιος — κρυσταλλόχροιος, ον (Μ) αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη δροσιά τού κρυστάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
λευκόχροιος — λευκόχροιος, ον (Α) λευκόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ετερό χροιος, ιδιό χροιος] … Dictionary of Greek
μονόχροιος — μονόχροιος, ον (Α) μονόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
πολύχροιος — ον, Μ (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χροιος (< χροιά), πρβλ. λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
υπόχροιος — ον, Μ ελαφρά χρωματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χροιος (< χροιά), πρβλ. λευκό χροιος] … Dictionary of Greek