ἄ-χριστος

ἄ-χριστος

ἄ-χριστος, nicht gesalbt, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χριστός — to be rubbed on masc nom sg χριστός to be rubbed on masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του …   Dictionary of Greek

  • χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του …   Dictionary of Greek

  • Χριστός πάσχων — Τίτλος βυζαντινού δράματος. Παλιά αποδιδόταν στον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, αλλά όπως αποδείχτηκε γράφτηκε κατά τον 11o ή 12o αι. και είναι έργο κάποιου λογίου. Αποτελείται από 2.640 στίχους, οι οποίοι είναι συρραφή στίχων αρχαίων ελληνικών… …   Dictionary of Greek

  • Χρίστος — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χριστός — ο 1. ο θεάνθρωπος Ιησούς. 2. φρ., «Tον έκαμα Χριστό», τον παρακάλεσα πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χριστός — ή, ό 1. ο αλειμμένος. 2. αυτός που έλαβε το χρίσμα, αυτός που ανακηρύχτηκε με το χρίσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγαλλόπουλος, Χρίστος — (Πλάτανος Ναυπάκτου 1897 Αθήνα 1959).Νομικός και κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα, συνέταξε τον σχετικό νόμο, διηύθυνε το ΙΚΑ από την ίδρυσή του έως το 1954 και χρημάτισε εμπειρογνώμονας του Διεθνούς… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρούτσος, Χρίστος — (Κίος Βιθυνίας 1869 – Αθήνα 1935). Θεολόγος και φιλόσοφος. Σπούδασε θεολογία στη σχολή της Χάλκης και φιλοσοφία στη Λειψία. Το 1911 εξελέγη καθηγητής της δογματικής και ηθικής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα τρία μεγάλα θεολογικά …   Dictionary of Greek

  • Βόττας, Χρίστος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Χειμάρρα. Πολέμησε υπό τις διαταγές του Τζαβέλα στην Άμπλιανη, στα Πέντε Όρνια κ.α. Το 1825 πολέμησε στο Νεόκαστρο και κατόπιν πήγε στο Μεσολόγγι και πήρε μέρος στην τρίτη πολιορκία. Μετά την Έξοδο, αγωνίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”