- ἄ-φημος
ἄ-φημος, = ἀφήμων, ον (φήμη), ruhmlos, unbekannt, Hesych.; vgl. Schol. Thuc. 3, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-φημος, = ἀφήμων, ον (φήμη), ruhmlos, unbekannt, Hesych.; vgl. Schol. Thuc. 3, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
θεόφημος — θεόφημος, ον (Α) αυτός που αναγγέλλει τη θεία θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φημος (φήμη), πρβλ. εύ φημος, κακό φημος] … Dictionary of Greek
κακόφημος — η, ο (AM κακόφημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία») μσν. αρχ. αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
κατάφημος — κατάφημος, ον (Α) κακόφημος, διαβόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φημος (< φήμη), πρβλ. από φημος, περί φημος] … Dictionary of Greek
κλυτόφημος — κλυτόφημος, ον (Α) ένδοξος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φημος (< φήμη), πρβλ. εναντιό φημος, ματαιό φημος] … Dictionary of Greek
ματαιόφημος — ματαιόφημος, ον (Α) αυτός που λέει μάταια, απερίσκεπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + φημος (< φήμη), πρβλ. υστερό φημος] … Dictionary of Greek
πάμφημος — πάμφημος, ον (Α) (κατά τον Ζωναρ.) αυτός που λέγει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] … Dictionary of Greek
παλίμφημος — παλίμφημος, ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, ον) 1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» η παλινωδία, Ευρ.) 2. κακόφημος, δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] … Dictionary of Greek
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
σύμφημος — ον, Α αυτός που συμφωνεί με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φημος (< φήμη), πρβλ. περί φημος] … Dictionary of Greek
υπέρφημος — ον, Μ αυτός που υπερβαίνει τη φήμη όλων τών άλλων, πολύ φημισμένος, πολύ ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φήμος (< φήμη), πρβλ. περί φημος] … Dictionary of Greek