ἄ-φαλος

ἄ-φαλος

ἄ-φαλος, ohne Helmkamm, in den der Helmbusch gesteckt wird, Il. 10, 258, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl. Aristonic. ·


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαλός — white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλος — horn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …   Dictionary of Greek

  • φάλος — ο, ΝΑ το πρόσθιο μεταλλικό μέρος τής περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος τής περικεφαλαίας, το… …   Dictionary of Greek

  • φαλά — φαλός white neut nom/voc/acc pl φαλά̱ , φαλός white fem nom/voc/acc dual φαλά̱ , φαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλόν — φαλός white masc acc sg φαλός white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοῖσι — φαλός white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοί — φαλός white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοῦ — φαλός white masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλούς — φαλός white masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλῆς — φαλός white fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”