ἄ-φαντος

ἄ-φαντος

ἄ-φαντος, unsichtbar, verdunkelt, verschwunden, wie ἀφανής; nur bei Dichtern; Hom. Iliad. 6, 60. 20, 303; bes. Tragg.; ἄφαντον φῶς, unerwartet, Soph. Phil. 297.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαντός — visible masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντός — (I) ή, όν, Α αυτός που φαίνεται, ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν τού φαίνω* + κατάλ. τός]. (II) ή, όν, Α αυτός που μπορεί να λεχθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φα(ν) τού φημί* (πρβλ. φάσις)]. (III) ή, ό, Ν βλ. υφαντός …   Dictionary of Greek

  • φαντός — ή, ό βλ. υφαντός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάντος — φημί Spir. Prooem. pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντά — φαντός visible neut nom/voc/acc pl φαντά̱ , φαντός visible fem nom/voc/acc dual φαντά̱ , φαντός visible fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερόφαντος — ἡμερόφαντος, ον (Α) αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά φαντος, τηλέ φαντος] …   Dictionary of Greek

  • θεόφαντος — θεόφαντος, ον (Α) αυτός που φανερώθηκε, που αποκαλύφθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά φαντος, τηλεσί φαντος] …   Dictionary of Greek

  • μονόφαντος — μονόφαντος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο μόνος που φαίνεται, ο μόνος που είναι ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φαντος (< φαίνω), πρβλ. θεό φαντος, χρυσό φαντος] …   Dictionary of Greek

  • τηλέφαντος — και τηλέφατος και τηλεσίφαντος, ον, Α ο τηλεφανής*, αυτός που φαίνεται από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φαντος / φατος (< φαίνω), πρβλ. νυκτί φαντος, ὑπέρ φατος. Ο τ. τηλεσί φαντος αναλογικά προς τα σύνθ. με α΄ συνθετικό σε σι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • νυκτίφαντος — νυκτίφαντος, ον (Α) 1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.) 2. νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό φαντος] …   Dictionary of Greek

  • ονειρόφαντος — ονειρόφαντος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, σε όνειρο 2. αυτός που είναι όμοιος με όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φαντος (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. δημό φαντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”