- ὄφελτρον
ὄφελτρον, τό, der Kehrbesen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄφελτρον, τό, der Kehrbesen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όφελτρον — ὄφελτρον, τὸ (Α) σάρωθρο, σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλω (III) + επίθημα τρον (πρβλ. σάρω τρον)] … Dictionary of Greek
ὄφελτρον — broom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
οφελτρεύω — ὀφελτρεύω (Α) [όφελτρον] καθαρίζω, σκουπίζω … Dictionary of Greek
obhel- — obhel English meaning: to sweep; to multiply Deutsche Übersetzung: “fegen” and “vermehren” Note: only Arm. and Gk. Material: Arm. avelum “I sweep” (aṙ avelum “I vermehre”: aveli “more”), Gk. ὀφέλλω ‘sweep” and “vermehre”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary