ίξις — ἵξις, εως, ιων. τ. ἴξις, ἡ (Α) [ίκω] 1. άφιξη, ερχομός 2. διάβαση, πέρασμα 3. διεύθυνση 4. κατακόρυφη γραμμή 5. φρ. «κατ ἴξιν» α) κατά τη διεύθυνση κάποιου, κατευθείαν προς κάτι β) στην ίδια γραμμή, στην ίδια διεύθυνση με κάτι … Dictionary of Greek
ἵξις — ἵξῑς , ἵξις coming fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἵξις coming fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμ(ε)ιξις — ἡ, Α [παραμείγνυμι] ανάμιξη, ανακάτωμα … Dictionary of Greek
ἵξει — ἵξις coming fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἵξεϊ , ἵξις coming fem dat sg (epic) ἵξις coming fem dat sg (attic ionic) ἵ̱ξει , ἵκω come fut ind act 3rd sg ἵζω si sd o aor subj act 3rd sg (epic doric) ἱκνέομαι come fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵξηι — ἵξις coming fem dat sg (epic) ἵξῃ , ἵκω come aor subj act 3rd sg ἵξῃ , ἵζω si sd o aor subj mid 2nd sg (doric) ἵξῃ , ἵζω si sd o aor subj act 3rd sg (doric) ἵξῃ , ἱκνέομαι come fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵξιν — ἵξις coming fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵξιος — ἵξις coming fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АВТАРКИЯ — (от греч. autarkeia самоудовлетворенность) состояние независимости от внешнего мира, в т.ч. и от др. людей. Термин употреблялся Платоном и Аристотелем; киренаики и стоики считали А., или «самодостаточность», жизненным идеалом. Философия:… … Философская энциклопедия
ПРИСПЕШНИК — Слово приспешник в современном русском языке принадлежит риторическому обличительному стилю. Оно носит яркую окраску презрительной иронии (ср. газетное выражение: приспешники буржуазии). Его значение помощник, сообщник, прихвостень оторвано и… … История слов
ήξις — ἧξις, ἡ (Α) άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήκω. Άλλη ανάγνωση τού ίξις*] … Dictionary of Greek
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek