έσις — (I) ἕσις, ἡ (Α) [ίημι] 1. άφεση 2. ορμή. (II) ἕσις, ἡ (Α) [έζομαι] το να κάθεται κάποιος, το κάθισμα … Dictionary of Greek
ἕσις — ἕσῑς , ἕσις a sending forth fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἕσις a sending forth fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕσιν — ἕσις a sending forth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕσει — ἕννυμι ves fut ind mid 2nd sg ἕννυμι ves fut ind act 3rd sg ἕσις a sending forth fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἕσεϊ , ἕσις a sending forth fem dat sg (epic) ἕσις a sending forth fem dat sg (attic ionic) ἕζομαι seat oneself aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάχεσις — Αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις τρεις Μοίρες. Αντιπροσώπευε τον λαχνό που οριζόταν για κάθε άνθρωπο από την τύχη. * * * η (Α Λάχεσις, εως και ιων. γεν. ιος) μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών… … Dictionary of Greek
.ούσεις — ἕσεις , ἕννυμι ves fut ind act 2nd sg ἕσεις , ἕσις a sending forth fem nom/voc pl (attic epic) ἕσεις , ἕσις a sending forth fem nom/acc pl (attic) ἕσεις , ἕζομαι seat oneself aor subj act 2nd sg (epic) ἔσεις , εἴσειμι enter pres ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Одноцветка — одноцветковая. Общий вид цве … Википедия
έξεσις — ἔξεσις, η (Α) αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ίεσις — (I) ἴεσις, ἡ (Α) πορεία, κίνηση, μετάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι , μηδενισμένη βαθμίδα τού ρ. εἶμι (πρβλ. ι έναι) + κατάλ. εσις]. (II) ἵεσις, ἡ (Α) [ίημι] ρίψη, ρίξιμο … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek