- περι-νοτίζω
περι-νοτίζω, rings befeuchten, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-νοτίζω, rings befeuchten, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περινοτίζω — Α υγραίνω ολόγυρα, περιβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νοτίζω «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
περιδεύω — Μ 1. βρέχω, νοτίζω κάτι ολόγυρα, από παντού, τελείως 2. αλείφω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεύω (Ι) «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
περιτέγγω — Μ νοτίζω, υγραίνω κάτι κυκλικά ή πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέγγω «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek