- ἄφνω
ἄφνω u. ἄφνως (zsgzgn aus ἀφανῶς? vgl. ἐξαίφνης), plötzlich, Aesch. frg. 181; Eur. Med. 1205; auch comic.; einzeln bei Thuc., z. B. 4, 104; Dem.; häufiger bei Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄφνω u. ἄφνως (zsgzgn aus ἀφανῶς? vgl. ἐξαίφνης), plötzlich, Aesch. frg. 181; Eur. Med. 1205; auch comic.; einzeln bei Thuc., z. B. 4, 104; Dem.; häufiger bei Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄφνω — unawares indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφνου — (Μ ἄφνου, Α ἄφνω και ἄφνως) επίρρ. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άφνω πιθ. < οργανική πτώση ονοματικού θέματος σε r / n (πρβλ. άφαρ), ενώ ο συσχετισμός του με το ρ. άπτω είναι αβάσιμος. Ο τ. άφνως σχηματίστηκε με το επιρρηματικό s κατά τα ούτως,… … Dictionary of Greek
абие — нареч. тотчас , цслав., др. русск., ст. слав. абие – то же. По Шмидту (Pluralb. 216) – к др. инд. ahnāya (из *abhnāya) тотчас , греч. ἄφαρ тотчас , ἄφνω(ς) внезапно , ирл. obann внезапно . Иначе, предполагая удлинение начального гласного,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
вънезапоу — (169) нар. Внезапно, неожиданно, вдруг: вънезапѹ коньчинѹ ихъ разѹмѣѥши (ἐξαίφνης) Изб 1076, 168 об.; и се вънезаапѹ чюдо бысть страшьно. ЖФП XII, 47б; вънезапѹ жена сѹхорѹка˫а побѣже к олтарю трепещющи… рѹкою. СкБГ XII, 22б; недѹгъмь ѹбо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ORI — populi Asiae, Gedrosiis vicini, aliis Oritae: Arbi fluvio ab Indis discreti, Plin. l. 6. c. 23. Quos tamen Arrianus in Expeditione Alexandri l. 6. Indis accenset: Καὶ ἅμα ὡς τοῖς Ω᾿ρίταις τοῖς ταύτῃ Ι᾿νδοῖς ἀυτονόμοις ἐκ πολλοῦ οὖσιν ἅφνω… … Hofmann J. Lexicon universale
άφαρ — ἄφαρ επίρρ. (Α) 1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό 2. πολύ 3. ξαφνικά, γρήγορα 4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το… … Dictionary of Greek
αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… … Dictionary of Greek
εξαπίνης — (Α ἐξαπίνης και δωρ. και αιολ. τ. ἐξαπίνας) ξαφνικά, αιφνίδια, απροσδόκητα, απρόβλεπτα («θῆρε δύω... ἐλθόντ ἐξαπίνης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το επίρρημα εξαίφνης, ενώ η ετυμολογική σύνδεσή του με… … Dictionary of Greek
επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… … Dictionary of Greek
καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek