- ἄ-φρακτα
ἄ-φρακτα, sc. πλοῖα, Schiffe ohne Verdeck, Pol. 4, 53. 16, 2 Cic. Att. 5, 11. 12, 10; neutr. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-φρακτα, sc. πλοῖα, Schiffe ohne Verdeck, Pol. 4, 53. 16, 2 Cic. Att. 5, 11. 12, 10; neutr. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρακτά — φρακτός fenced neut nom/voc/acc pl φρακτά̱ , φρακτός fenced fem nom/voc/acc dual φρακτά̱ , φρακτός fenced fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτός — ή, ό / φρακτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Α νεοελλ. 1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος 2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή 4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτό περιφραγμένο κτήμα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek