εύτολμος — η, ο (ΑΜ εύτολμος, ον) αυτός που έχει τόλμη, ο τολμηρός, ο θαρραλέος, ο σθεναρός νεοελλ. μσν. αποφασιστικός αρχ. επιγρ. (με κακή σημ.) θρασύς. επίρρ... ευτόλμως και εύτολμα (ΑΜ εὐτόλμως, Μ και εὔτολμα) με πολλή τόλμη, με πολύ θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
θρασύτολμος — θρασύτολμος, ον (ΑΜ) θαρραλέος και τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. ά τολμος, παρά τολμος] … Dictionary of Greek
πάντολμος — η, ο / πάντολμος, ον, ΝΜΑ αυτός που τολμά τα πάντα, τολμηρότατος μσν. αρχ. αυθάδης, αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τολμος (< τόλμη). πρβλ. εύ τολμος] … Dictionary of Greek
παντότολμος — ον, Α αυτός που τολμά τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. πάν τολμος] … Dictionary of Greek
υπέρτολμος — ον, Α πάρα πολύ τολμηρός, παράτολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. παρά τολμος] … Dictionary of Greek
θυμοτολμία — θυμοτολμία, ἡ (Μ) τόλμη τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τολμία (< τολμος< τόλμη), πρβλ. α τολμία, ευ τολμία] … Dictionary of Greek
μεγάτολμος — μεγάτολμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη τόλμη, ο εξαιρετικά θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τόλμη (πρβλ. παρά τολμος)] … Dictionary of Greek
πολύτολμος — ον, ΜΑ υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τολμος (< τόλμη)] … Dictionary of Greek
k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- — k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen” Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… … Proto-Indo-European etymological dictionary