ὄτλος

ὄτλος

ὄτλος, (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. μόχϑος, κακοπάϑεια; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ότλος — ὄτλος, ὁ (Α) πάθημα, συμφορά, κακοπάθεια («ἅπαντα πανδοκοῡσα παιδείας ὄτλον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τλ τής δισύλλαβης ρίζας *τελα (πρβλ. ταλάσσαι, τελαμών, τάλας, τλήμων) με προθεματικό φωνήεν ὀ (βλ. λ. τλω)] …   Dictionary of Greek

  • ὄτλος — suffering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄτλον — ὄτλος suffering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… …   Dictionary of Greek

  • οτλέω — ὀτλέω (Α) [ότλος] υποφέρω, υπομένω, κακοπαθώ, πονώ …   Dictionary of Greek

  • οτλεύω — ὀτλεύω (Α) [ότλος] οτλέω.* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”