- ἄ-τονος
ἄ-τονος, 1) abgespannt, schwach, schlaff, Plut.; vom Magen, Ath. III, 97 f. – Adv. ἀτόνως, Plut. Lyc. 18. – 2) Bei Gramm. ohne Tonzeichen, tonlos.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-τονος, 1) abgespannt, schwach, schlaff, Plut.; vom Magen, Ath. III, 97 f. – Adv. ἀτόνως, Plut. Lyc. 18. – 2) Bei Gramm. ohne Tonzeichen, tonlos.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Τόνος — (tonos) (греч.) напряжение. Интенсивность космич. духа (пневмы), имеющая различные степени. Понятие стоич. физики. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… … Философская энциклопедия
τόνος — that by which a thing is stretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… … Dictionary of Greek
μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… … Dictionary of Greek
τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνε — τόνος that by which a thing is stretched masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοι — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοιν — τόνος that by which a thing is stretched masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοις — τόνος that by which a thing is stretched masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)