ὄτοβος

ὄτοβος

ὄτοβος, , p. auch ὄττοβος (onomatop., toben), Getöse, Lärm; ἄτλητος, Hes. Th. 709; ἁρμάτων, Aesch. Spt. 136, wie ἁρμάκτυπος, 186; γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον, Soph. Ai. 1181; vom Donner, O. C. 1476; einzeln in späterer Prosa, wie Luc. qu. hist. scrib. 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ότοβος — ὄτοβος, ὁ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, κτύπος, βοή («ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω», Αισχύλ.) 2. (γενικά) ήχος («γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. θόρυβος, φλοίσβος), βλ. και λ. οτοτοί] …   Dictionary of Greek

  • ὄτοβος — any loud noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄτοβοι — ὄτοβος any loud noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄτοβον — ὄτοβος any loud noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οτοβώ — ὀτοβῶ, έω (Α) [ότοβος] ηχώ δυνατά, κάνω άγριο θόρυβο, θορυβώ …   Dictionary of Greek

  • οτοτοί — ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α) (επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ! [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος*] …   Dictionary of Greek

  • στρίβος — ὁ, Α αδύνατη, ασθενής αλλά και οξεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. ὄτοβος, φλοίσβος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”