τμητός — cut masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητός — ή, ό / τμητός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος 2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί αρχ. χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη τού τέμνω* (βλ. λ. τμή γω) + κατάλ. τός*] … Dictionary of Greek
τμητόν — τμητός cut masc acc sg τμητός cut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητοῖς — τμητός cut masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητοῖσι — τμητός cut masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητούς — τμητός cut masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητή — τμητός cut fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμητῷ — τμητός cut masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσσαλότμητος — και αττ. τ. θετταλότμητος, ον (Α) (για κρέας) αυτός που έχει κοπεί σαν να πρόκειται να τόν φάει Θεσσαλός, δηλ. ένας λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θεσσαλός + τμητός (< τμητός < τέμνω), πρβλ. ά τμητος, δορί τμητος] … Dictionary of Greek
λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… … Dictionary of Greek
μοριότμητος — μοριότμητος, ον (Α) απόκοπος*, ευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον «γεννητικό ανδρικό όργανο» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. λαιμό τμητος, χειρό τμητος] … Dictionary of Greek