- ἄττομαι
ἄττομαι, = διάζομαι, Hermipp. B. A. 461.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄττομαι, = διάζομαι, Hermipp. B. A. 461.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έξαστις — ἔξαστις και ἔξεστις, η (Α) 1. παρυφή, ούγια 2. κρόσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι έξαστίς < *εξ αν στις < εξανίστημι με αποκοπή και απώλεια τού έρρινου δεν είναι ικανοποιητική. Πρόκειται πιθ. για όνομα δηλωτικό… … Dictionary of Greek
διάζομαι — (AM διάζομαι) 1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό 2. επείγομαι, βιάζομαι αρχ. διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< *άτ ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε ζω] … Dictionary of Greek
ent- (better ant-?) (*ḫ-ent) — ent (better ant ?) (*ḫ ent) English meaning: to weave Deutsche Übersetzung: “anzetteln, weben” (??) Note: Root ent (better ant ?) : “to weave” derived from a truncated Root u̯ebh 1 : “to weave, plait” through an Illyr. Alb.… … Proto-Indo-European etymological dictionary