ὄττα

ὄττα

ὄττα, , att. = ὄσσα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όττα — ὄττα, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. ὄσσα …   Dictionary of Greek

  • ὄττα — ὄττᾱ , ὄσσα a rumour fem nom/voc/acc dual (attic) ὄσσα a rumour fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄττα — Ὄσσᾱ , Ὄσσα fem nom/voc/acc dual Ὄσσα , Ὄσσα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κὤττ' — ὄττα , ὄσσα a rumour fem nom/voc sg (attic) ὄσσε , ὄσσα a rumour neut nom/voc/acc dual ὄτται , ὄσσα a rumour fem nom/voc pl (attic) ὄττᾱͅ , ὄσσα a rumour fem dat sg (attic doric aeolic) ὠσσί , οὖς Cultes Egyptiens neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄττ' — ὄττα , ὄσσα a rumour fem nom/voc sg (attic) ὄσσε , ὄσσα a rumour neut nom/voc/acc dual ὄτται , ὄσσα a rumour fem nom/voc pl (attic) ὄττᾱͅ , ὄσσα a rumour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

  • ότα — (I) ὄτα (Α) (αιολ. τ.) βλ. ὅτε. (II) ὄτα και ὄττα (Α) (αττ. τ.) βλ. όσσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”