ὄσος-περ

ὄσος-περ

ὄσος-περ, so groß auch, so viel wie nur, wie groß nur, mit Beziehung auf das Demonstrativ, die genauere Verbindung und Gleichstellung des Relativsatzes mit dem Hauptsatze andeutend, τοσόνδ' ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ' Ἰλίῳ, Aesch. Ag. 834, – u. ohne Demonstrat., Περσῶν, ὅσοιπερ ἦσαν ἀκμαῖοι φύσιν, d. i. alle, welche, Pers. 441; πᾶν, ὅσονπερ ἐξηπιστάμην, Soph. Ai. 306; γῆς ὅσοιπερ Ἀπίας πρῶτοι καλοῦνται, O. C. 1305, alle, welche nur, vgl. Ai. 126; u. in Prosa, ὅσονπερ τρία στάδια Her. 9, 51; λίμνη μέγαϑος ὅσηπερ ἡ ἐν Δήλῳ, genau so groß, 2, 170, vgl. 4, 50; ὅσαπέρ ἐστι τὰ ἄλλα, τοσαῦτα οὐκ ἔστι, Plat. Soph. 257 a, öfter; auch c. ἄν u. conj. (s. ὅσος), πᾶν, ὅσονπερ ἂν ἔχῃ γένεσιν, Tim. 49 e; u. adv., ὅσῳπερ, wie ὅσῳ beim compar., Gorg. 458 a, dem τόσῳ entsprechend, Legg. X, 902 e; auch ὅσῳπερ ἂν τὸ πρῶτον διενέγκῃ, Parm. 154 b; so ὅσαπερ, Xen. Cyr. 1, 5, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”