- περι-μαίνομαι
περι-μαίνομαι, umherrasen, ἄλσος, im Hain herumrasen, Hes. sc. 99; – τινί, leidenschaftliches Verlangen wonach haben, χρυσῷ, Naumach. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-μαίνομαι, umherrasen, ἄλσος, im Hain herumrasen, Hes. sc. 99; – τινί, leidenschaftliches Verlangen wonach haben, χρυσῷ, Naumach. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
κορυβαντιώ — κορυβαντιῶ, άω (Α) [Κορύβας] 1. γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες («πολύ μοι μᾱλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ», Πλάτ.) 2. φρ. «κορυβαντιώ περί τι» μαίνομαι, είμαι μανιακός, ξετρελαμένος με κάτι 3. παλεύω με τον ύπνο … Dictionary of Greek
περιμανής — ές, Α εμμανής, πολύ σφοδρός («περιμανής ἐξ ἔρωτος ἐπιθυμία», Πλούτ.). επίρρ... περιμανῶς μανιωδώς, με πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μανής (< μαίνομαι)] … Dictionary of Greek