- ἄσκημα
ἄσκημα, τό, 1) Zubereitung, Ausrüstung. – 2) Uebung, Xen. Cyr. 7, 5, 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄσκημα, τό, 1) Zubereitung, Ausrüstung. – 2) Uebung, Xen. Cyr. 7, 5, 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄσκημα — exercise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσκημα — (I) ἄσκημα, το (Α) [ασκώ] 1. το γύμνασμα 2. μονάδα στρατού. (II) και άσχημα επίρρ. βλ. άσχημος … Dictionary of Greek
ἀσκημάτων — ἄσκημα exercise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκήμασι — ἄσκημα exercise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκήματα — ἄσκημα exercise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκήματος — ἄσκημα exercise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… … Dictionary of Greek
επάσκημα — ἐπάσκημα, το (Α) πολεμική μέθοδος, σύστημα μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσκημα «γύμνασμα»] … Dictionary of Greek
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
ՎԱՐԺ — (ի, ից.) NBH 2 0793 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. μελέτη meditatio, diligentia ἑμπειρία peritia ἅσκημα , ἅσκησις, διατριβή, γυμνασμός, γυμνασία exercitium, vacatio, occupatio, studium … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)