ὄσχη — scrotum fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσχῃ — ὄσχη scrotum fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσχη — (I) όσχη και ὤσχη, ἡ (Α) κλαδί αμπελιού με σταφύλια, κληματίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί με το θ. σχ τού ἔ σχ ον, αόρ β τού ἔχω* με προθεματικό ὀ (πρβλ. όζος [Ι]) ή ὠ Ωστόσο, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν οι τ. με ὠ είναι… … Dictionary of Greek
ὄσχαι — ὄσχη scrotum fem nom/voc pl ὄσχᾱͅ , ὄσχη scrotum fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσχαις — ὄσχη scrotum fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσχην — ὄσχη scrotum fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεσχάς — ὀρεσχάς, άδος, ἡ (Α) η όσχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< *ὀρ οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή τού ο σε ε ] … Dictionary of Greek
οσχέα — ὀσχέα, ἡ (Α) βλ. όσχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχη (ΙΙ) + κατάλ. έα] … Dictionary of Greek
ὄσχας — ὄσχᾱς , ὄσχη scrotum fem acc pl ὄσχᾱς , ὄσχη scrotum fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσχεο — το (Α ὄσχεον) ανατ. σακοειδής θύλακος που περιέχει τους όρχεις με τις επιδιδυμίδες και τους σπερματικούς τόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὄσχη* (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
όσχεος — ὄσχεος, ὁ (Α) το όσχεο («ὄρχεις δύο τὸ δὲ πέριξ δέρμα, ὅ καλεῑται ὄσχεος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ.τ. τού ὄσχη* (ΙΙ)] … Dictionary of Greek