- ἄσφι
ἄσφι, äol. = σφέ, σφί, Alc. u. Sapph. bei Apollon. pron. p. 386. 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄσφι, äol. = σφέ, σφί, Alc. u. Sapph. bei Apollon. pron. p. 386. 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄσφι — σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek
ἄσφ' — ἀσπί , ἀσπίς shield fem voc sg ἄσφι , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem dat pl (aeolic) ἄσφε , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem acc pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)