- ἄ-στοργος
ἄ-στοργος, ohne Liebe zu den Jungen, πρὸς τὰ ἔκγονα Ath. XIV, 655 a; übh. grausam, Theocr. 17, 43; ϑάνατος Leon. Al. 41 (VII, 662).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-στοργος, ohne Liebe zu den Jungen, πρὸς τὰ ἔκγονα Ath. XIV, 655 a; übh. grausam, Theocr. 17, 43; ϑάνατος Leon. Al. 41 (VII, 662).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύστοργος — η, ο (ΑΜ εὔστοργος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που φέρεται με πολλή στοργή αρχ. ευχαριστημένος. επίρρ... ευστόργως (Μ εὐστόργως) με πολλή στοργή, στοργικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στοργος (< στοργή), πρβλ. ά στοργος, φιλό στοργος] … Dictionary of Greek
θεόστοργος — θεόστοργος, ον (Α) αυτός που αγαπά τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στοργος (< στοργή), πρβλ. ά στοργος, φιλό στοργος] … Dictionary of Greek
κατάστοργο — κατάστοργος, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στη στοργή, στην αγάπη, ο στοργικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. από στοργος, φιλό στοργος] … Dictionary of Greek
ομόστοργος — ὁμόστοργος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται την ίδια στοργή ή αγάπη για κάποιον, που αγαπά με όμοιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στοργος (< στοργή < στέργω), πρβλ. εύ στοργος] … Dictionary of Greek
φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] … Dictionary of Greek