- ἄστυρον
ἄστυρον, τό, dim. zu ἄστυ, Städtchen, Callim. frg. 19 bei E. M.; Nic. Alc. 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄστυρον, τό, dim. zu ἄστυ, Städtchen, Callim. frg. 19 bei E. M.; Nic. Alc. 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άστυρον — ἄστυρον, το (Α) [άστυ] μικρή πόλη … Dictionary of Greek
ἄστυρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστύροις — ἄστυρον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστύρων — ἄστυρον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστυρα — ἄστυρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek