- ἄστριχος
ἄστριχος, ὁ, dasselbe, nach E. M. dim. zu ἀστράγαλος; ἐπαίζομεν τοῖς ἀστρίχοις Antiphan. B. A. 454.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄστριχος, ὁ, dasselbe, nach E. M. dim. zu ἀστράγαλος; ἐπαίζομεν τοῖς ἀστρίχοις Antiphan. B. A. 454.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστρίχοις — ἄστριχος masc dat pl ἀ̱στρίχοις , ἀστρίζω perf opt act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρίχους — ἄστριχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστριχοι — ἄστριχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)