- περι-δέξιον
περι-δέξιον, τό, Band um den (rechten) Arm, Armband, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-δέξιον, τό, Band um den (rechten) Arm, Armband, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ … Deutsch Wikipedia
In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
AMAZONES — bellicosae mulieres, magnam Asiae partem occupavêre, sic dictae, quod alterâ ex mammis careant, ab α. sine, et μάζος mamma, unde et unimammae dictae fuerunt. Eoque Virg. allusislevidetur Aen. l. 1. ubi de Penthesilea. v. 496. Aurea subnectens… … Hofmann J. Lexicon universale
ENSIS — I. ENSIS Ordo eq. in Cypro, a Guidone Lusiniano, qui a Richardo I. Angliae Rege insulam emerat, A. C. 192. institutus. Cuius insigne, Ensis argenteus, cum lemmate, Securitas regni. Primum equitem creavit Almericum fratrem, et 300 regni Barones, A … Hofmann J. Lexicon universale
περιδέξιος — ον, ΜΑ 1. κατάλληλος, πρόσφορος 2. αυτός που φέρεται γύρω από το δεξί χέρι 3. μτφ. επιδέξιος, έμπειρος 4. φρ. «δένδρον περιδέξιον» ονομασία μυθικού δένδρου στις Ινδίες (Κυράν.) αρχ. 1. αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου και με την ίδια επιδεξιότητα… … Dictionary of Greek
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek