ὄσπριον

ὄσπριον

ὄσπριον, τό, gew. plur., Hülsenfrucht, bes. Bohnen; Her. 2, 37; Plat. Critia. 115 a; Xen. An. 4, 4, 9 u. öfter; Theophr. u. Folgende. Die Form ὄσπρεον wird von den Gramm. verworfen, E. M. 635, 48; das Wort ist schwerlich ein dim. von ὄσπρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄσπριον — pulse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίοις — ὄσπριον pulse neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίοισι — ὄσπριον pulse neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίου — ὄσπριον pulse neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίων — ὄσπριον pulse neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίῳ — ὄσπριον pulse neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσπρια — ὄσπριον pulse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσπρίδιον — ὀσπρίδιον, τὸ (Α) [όσπριον] υποκορ. τού όσπριον …   Dictionary of Greek

  • χέδρωπας — και χέδροπας, ο / χέδρωψ και χέδροψ, οπος, ΝΜΑ [χεδροπά] τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. λοβός, κν. λουβί μσν. αρχ. αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) «χέδρωψ τὸ ὄσπριον» (κατά τον Ησύχ.) «χέδροψ πᾱν ὄσπριον, σπέρμα» …   Dictionary of Greek

  • ισόσπριος — ἰσόσπριος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με όσπριο 2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ὄσπριον] …   Dictionary of Greek

  • μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”