ἄρᾱρα

ἄρᾱρα

ἄρᾱρα u. ἄραρον, s. ἄρω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄραρα — ἄρᾱρα , ἀραρίσκω join perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραρίσκω — ἀραρίσκω (Α) Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί 2. συναρμολογώ, κατασκευάζω 3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω 4. παρασκευάζω, ετοιμάζω 5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου 6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος II. (μτχ.) ἀρηρώς κ.… …   Dictionary of Greek

  • αραρότως — ἀραρότως επίρρ. (Α) 1. στερεά, ισχυρά, στενά 2. όπως πρέπει, με ασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”