- ὄρμῑνος
ὄρμῑνος, ὁ, auch ὄρμῑνος, = Vorigem, Polemon bei Ath. XI, 478 d, im plur.; Poll. 6, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄρμῑνος, ὁ, auch ὄρμῑνος, = Vorigem, Polemon bei Ath. XI, 478 d, im plur.; Poll. 6, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὅρμινος — sage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρμινοι — ὅρμινος sage masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμινο — το (Α ὅρμινον, το και ὅρμινος και ὄρμινος και, κατά τον Ησύχ., ὁρμῑνος, ὁ) εἶδος τού φυτού ελελίσφακο αρχ. 1. είδος πολύτιμου λίθου με πράσινο χρώμα 2. (κατά τον Πολυδ.) «ὅρμινοι σήσαμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης… … Dictionary of Greek
ὁρμίνοιο — ὅρμινον sage neut gen sg (epic) ὅρμινος sage masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμίνου — ὅρμινον sage neut gen sg ὅρμινος sage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρμινον — sage neut nom/voc/acc sg ὅρμινος sage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)