περιδεύουσι — περί δέω 2 lack pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) περί δέω 2 lack pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) περί δεύω 1 wet pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περί δεύω 2 miss pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδεύουσιν — περί δέω 2 lack pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) περί δέω 2 lack pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) περί δεύω 1 wet pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περί δεύω 2 miss pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРМОГЕН — • Hermogĕnes, Έρμογένης, I. родом из Тарса, уже 15 лет от роду, в правление императора Марка Аврелия выступил ритором и возбудил всеобщее удивление; но уже в 24 г. он лишился своих умственных сил, умер, однако, только в старости.… … Реальный словарь классических древностей
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek
περίδημα — τὸ, Α καθετί που δένεται γύρω γύρω από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δημα (< δέω «δένω»), πρβλ. διά δημα] … Dictionary of Greek
υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… … Dictionary of Greek