ὄρθαι

ὄρθαι

ὄρθαι, inf. aor. med. zu ὄρνυμι, Il. 8, 494; Andere erkl. es, für ὦρϑαι, als inf. perf. pass.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀρθαί — ὀρθός straight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄρθαι — Ὄρθη fem nom/voc pl Ὄρθᾱͅ , Ὄρθη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθαι — ὄρνυμι ṛṇóti aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄρθ' — Ὄρθαι , Ὄρθη fem nom/voc pl Ὄρθᾱͅ , Ὄρθη fem dat sg (doric aeolic) Ὄρθε , Ὄρθος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθ' — ὄρθαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor inf mid ὄρτο , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦρθαι — ὄρθαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήριγξ — μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α) 1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς… …   Dictionary of Greek

  • MINGENS ad parictem — phasis usitata in Sacris, ubi, cum de domo aliqua ad internecionem delenda vel deleta, sermo est, legitur neminem esse relinquendum aut relictum, qui mingat ad parietem; puta in domo Nabalis, 1. Sam. c. 25. v. 22. Ieroboami, 1. Regum c. 14. v. 10 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”