ὄρ-ογκοι

ὄρ-ογκοι

ὄρ-ογκοι, οἱ, Berghöhen, D. Per. 286, wie Nic. Al. 41; bei Hesych. auch ὄρ-οχϑος. – Aber ὄρογχοι erkl. Poll. 7, 147 ein abgebranntes Stück Wald.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀγκοῖ — ὀγκόω raise up pres ind mp 2nd sg ὀγκόω raise up pres opt act 3rd sg ὀγκόω raise up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄγκοι — Ὄγκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγκοι — ὄγκος 1 barb masc nom/voc pl ὄγκος 2 bulk masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АТОМИЗМ —     АТОМИЗМ, термин, принятый для обозначения совокупности натурфилософских учений о дискретной структуре материи, времени или пространства. Традиционно применим к учению о телесных атомах (греч. ατομος, «неделимый») Демокрита и Эпикура; однако в …   Античная философия

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ГЕРАКЛИД ПОНТИЙСКИЙ —     ГЕРАКЛИД ПОНТИЙСКИЙ (Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός) (ок. 390 ок. 315 до н. э.), философ платоник, член Древней Академии.     Жизнь. Родился в г. Гераклея на малоазийском побережье Понта Эв ксинского (Черного моря) в семье Евтифрона, одной из наиболее …   Античная философия

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • АСКЛЕПИАД ИЗ ВИФИНИИ —     АСКЛЕПИАД ИЗ ВИФИНИИ (Ἀσκληπιάδης ὁ Βιθυνός) (120 56 до н. э.), греческий ученый, врач, сторонник атомизма, работал в Риме. Был современником Антиоха Аскалонского, который отзывается о нем в своей книге «Правил» (Κανονικά) как о знаменитом… …   Античная философия

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”