ὅρμημα — sudden rush neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμημα — το (Α ὅρμημα) [ορμώ] το αποτέλεσμα τού ορμώ, ορμητική κίνηση αρχ. 1. ώθηση 2. βίαιη επίθεση 3. έξαψη βίαιου συναισθήματος, όπως λ.χ. οργής ή αγανάκτησης 4. συγκίνηση, λύπη … Dictionary of Greek
ὁρμημάτων — ὅρμημα sudden rush neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμήμασι — ὅρμημα sudden rush neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμήμασιν — ὅρμημα sudden rush neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμήματα — ὅρμημα sudden rush neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμήματι — ὅρμημα sudden rush neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμήματος — ὅρμημα sudden rush neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
устремление — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. стремительность, быстрота; (ὅρμημα), ярость … Словарь церковнославянского языка
οίμημα — οἴμημα, τό (Α) [οιμώ] (κατά τον Ησύχ.) «ὅρμημα» … Dictionary of Greek
ρώμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥώμην, ἰσχύν, ὅρμημα, ὡς γνῶμα γνώμην». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ῥώμη κατά το γνῶμα] … Dictionary of Greek