- περι-δέρκομαι
περι-δέρκομαι (s. δέρκομαι), poet. statt περιβλέπω; κούρην, Agath. 7 io, 289); Nonn. D. 22, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-δέρκομαι (s. δέρκομαι), poet. statt περιβλέπω; κούρην, Agath. 7 io, 289); Nonn. D. 22, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιδέρκεο — περί δέρκομαι see clearly pres imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) περί δέρκομαι see clearly imperf ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδέρκεται — περί δέρκομαι see clearly pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδέρκομαι — Α (ποιητ. τ.) περιβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek