ἄρνειος

ἄρνειος

ἄρνειος, vom Lamm od. Schaf, κρέα Xen. An. 4, 5, 30; φόνος, gemordete Schafe, Soph. Ai. 302.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρνειός — ἀρνειός και ἀρνηός, ο (Α) 1. το κριάρι 2. ως επίθ. «ὄιν ἀρνειόν» αρσενικό πρόβατο 3. ο αστερισμός του Κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνειός < *αρσνειός (πρβλ. πτέρνα, γοτθ. fairzna) < *αρσνηFός (πρβλ. άρσην). Η σύνδεση με τον τ. Fαρήν είναι… …   Dictionary of Greek

  • άρνειος — ἄρνειος, α, ον (Α) [αρήν] ο αρνίσιος, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αρνί …   Dictionary of Greek

  • ἀρνειός — ram masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρνειος — of a lamb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνείων — ἄρνειος of a lamb fem gen pl ἄρνειος of a lamb masc/neut gen pl ἀρνεῖον sheep neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρνειον — ἄρνειος of a lamb masc acc sg ἄρνειος of a lamb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνειοῖο — ἀρνειός ram masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνειοῖς — ἀρνειός ram masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνειοῖσιν — ἀρνειός ram masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνειοί — ἀρνειός ram masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνειοῦ — ἀρνειός ram masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”