ὄρκῡς

ὄρκῡς

ὄρκῡς, ῡνος, ὁ, = ὄρκυνος; Arist. H. A. 5, 10; Archestr. bei Ath. VII, 301 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρκυς — ὄρκυς, υνος, ὁ (Α) είδος μεγάλου θύννου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ορκύαλος — ὀρκύαλος, ὁ (Α) όρκυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὄρκυς, με επίθημα αλος (πρβλ. θύμ αλος, φύσ αλος)] …   Dictionary of Greek

  • όρκυνος — ὄρκυνος, ὁ (Α) το ψάρι θύννος, ο τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. θεματική μορφή τού ὄρκυς*, υνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”