- ἄργιλλος
ἄργιλλος, od. besser ἄργῑλος, ὁ, weißer Thon (also von ἀργός), Töpfererde, argilla, Theophr.; Opp. H. 4, 656.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄργιλλος, od. besser ἄργῑλος, ὁ, weißer Thon (also von ἀργός), Töpfererde, argilla, Theophr.; Opp. H. 4, 656.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄργιλλος — white clay fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίλλῳ — ἄργιλλος white clay fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργιλλον — ἄργιλλος white clay fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аргиллит — … Википедия
Argillaceous minerals — appear silvery upon optical reflection and are minerals containing substantial amounts of clay like components ( el. ἄργιλλος = clay). Argillaceous components are fine grained (less than 2 µm) aluminosilicates, and more particularly clay minerals … Wikipedia
Gibbsit — Traubiges Aggregat aus bläulichgrauem Gibbsit aus der Xianghualing Mine, Präfektur Chenzhou, Hunan, China Chemische Formel γ Al(OH)3 Mineralklasse Oxide und Hydroxide 4.FE.10 (8. Auflage: IV/F.02 10) (nach … Deutsch Wikipedia
Hydrargillit — Gibbsit Chemische Formel γ Al(OH)3 Mineralklasse Oxide, Hydroxide Hydroxide und oxidische Hydrate IV/F.02 10 (nach Strunz … Deutsch Wikipedia
αργιλλα — ἄργιλλα, η (Α) 1. υπόγειο οίκημα το οποίο ονομάζεται έτσι κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα 2. η άργιλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Η σύνδεση της λ. άργιλλα ή άργιλα και άργελλα με τη λ. άργιλλος* είναι αμφίβολη] … Dictionary of Greek
αργιλώδης — (Α ἀργιλώδης κ. ἀργιλλώδης, ες) [άργιλος και άργιλλος] αυτός που μοιάζει ή περιέχει ή αποτελείται από άργιλο … Dictionary of Greek
βλέννα — η (AM βλέννα) το έκκριμα της μύτης, μύξα νεοελλ. γλοιώδης και ημιδιαφανής έκκριση των βλεννογόνων αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δύο ν των λέξεων βλέννα και βλέννος οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό, εκτός άν ο τ. βλέννος θεωρηθεί ότι προήλθε από … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek