όρεγμα — ὄρεγμα, τὸ (Α) [ορέγω] 1. (κυρίως για τα χέρια αλλά και για τα πόδια) έκταση, άπλωμα (α. «προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ. β. «διὰ τὸ μέγεθος τοῡ ὀρέγματος» εξαιτίας τού ανοίγματος τού βήματος, Αριστοτ.) 2. το να προσφέρει κάποιος… … Dictionary of Greek
ὄρεγμα — stretching out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέγμασι — ὄρεγμα stretching out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέγματα — ὄρεγμα stretching out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέγματος — ὄρεγμα stretching out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
reĝ-1 — reĝ 1 English meaning: right, just, to make right; king Deutsche Übersetzung: “gerade, gerade richten, lenken, recken, strecken, aufrichten” (also unterstũtzend, helfend); direction, line (Spur, Geleise) under likewise… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek
παρόρεγμα — τὸ, Α μισθός, αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρεγμα «το εκτείνειν, το προσφέρειν» (< ὀρέγω)] … Dictionary of Greek
ԳԵՂՁ — I. (ի, ից.) NBH 1 0539 Chronological Sequence: 12c գ. ԳԵՂՁ որ եւ ԳԵՂՁՈՒՄՆ. ὅρεγμα, ὅρεξις extensio, appetitus, desiderium Իղձ եւ բաղձանք սաստիկ առ գեղեցիկ իմն, կամ ʼի լաւ թուեցեալն. ուժգին ձկտումն եւ բերումն յօժարութեան, իբր գելմամբ սրտի, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)